ἀποπνιγῶ — ἀποπνίγω choke aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπνίγω — ἀποπνί̱γω , ἀποπνίγω choke pres subj act 1st sg ἀποπνί̱γω , ἀποπνίγω choke pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπνίγω — (AM ἀποπνίγω) πνίγω, στραγγαλίζω αρχ. 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον, τον κάνω να πνιγεί από οργή 2. κάνω κάποιον να σκάσει από τη δυσοσμία 3. (για φυτά) περιβάλλω, περισφίγγω μέχρι πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) … Dictionary of Greek
αποπνίγω — ξα, χτηκα, γμένος 1. σκοτώνω με πνιγμό, στραγγαλίζω: Ήταν πολύ δυνατός κι έτσι κατόρθωσε να αποπνίξει το θύμα του. 2. προξενώ δύσπνοια: Ένιωθαν να τους αποπνίγουν τα καυσαέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεπνίγην — ἀποπνίγω choke aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποπνίγω choke aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπνιγέντα — ἀποπνίγω choke aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποπνίγω choke aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπνιγέντων — ἀποπνίγω choke aor part pass masc/neut gen pl ἀποπνίγω choke aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπνῖγον — ἀποπνίγω choke pres part act masc voc sg ἀποπνίγω choke pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέπνιγεν — ἀποπνίγω choke aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέπνῑγεν , ἀποπνίγω choke imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπνίγη — ἀποπνίγω choke aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπνίγημεν — ἀποπνίγω choke aor ind pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)